φράσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φράσσω < αρχαία ελληνική φράσσω

Ρήμα

φράσσω

  • (λόγιο) άλλη μορφή του φράζω
  • Η κύρια εκδήλωση της νόσου είναι από το αναπνευστικό σύστημα, αφού η παχύρρευστη βλέννα φράσσει τους πνεύμονες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει χρόνιο βήχα και δύσπνοια και να ταλαιπωρείται διαρκώς από μικρή ηλικία από σοβαρές λοιμώξεις από διάφορα μικρόβια. (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherekʷ- (φράζω), συγγενές με τις λέξεις φράγμα, φαρκτός και φρακτός κ.λπ. αλλά μη συγγενές με το φράζω, τη φράση, τη φρασεολογία, τη φραδή κ.λπ.

Ρήμα

φράσσω

  1. βάζω εμπόδιο, αποφράζω, παρακωλύω, δεσμεύω
  2. περικλείω με φράγματα, ασφαλίζω, οχυρώνω
  3. συνάπτω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • παραφράσσω : οχυρώνω καλά (διάφορο του αρχαίου "παραφράζω": σήμαινε λέω κάτι με άλλα λόγια)
  • καταφράσσομαι, μέσο και μεταγενέστερο : συνήθως για ίππους, στρατιώτες και οχυρά/πύλες (διάφορο του αρχαίου "καταφράζομαι": σήμαινε "δηλώνω", "συλλογίζομαι")
  • περιφράσσω : οχυρώνω ολόγυρα, σκάβω χαντάκια, ορύγματα (διάφορο του αρχαίου "περιφράζομαι": σήμαινε "λέω κάτι περιφραστικά" και "συλλογίζομαι")
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.