φράσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φράσσω < αρχαία ελληνική φράσσω
Ρήμα
φράσσω
- (λόγιο) άλλη μορφή του φράζω
- Η κύρια εκδήλωση της νόσου είναι από το αναπνευστικό σύστημα, αφού η παχύρρευστη βλέννα φράσσει τους πνεύμονες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει χρόνιο βήχα και δύσπνοια και να ταλαιπωρείται διαρκώς από μικρή ηλικία από σοβαρές λοιμώξεις από διάφορα μικρόβια. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φράζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φράσσω | έφρασσα | θα φράσσω | να φράσσω | φράσσοντας | |
| β' ενικ. | φράσσεις | έφρασσες | θα φράσσεις | να φράσσεις | φράσσε | |
| γ' ενικ. | φράσσει | έφρασσε | θα φράσσει | να φράσσει | ||
| α' πληθ. | φράσσουμε | φράσσαμε | θα φράσσουμε | να φράσσουμε | ||
| β' πληθ. | φράσσετε | φράσσατε | θα φράσσετε | να φράσσετε | φράσσετε | |
| γ' πληθ. | φράσσουν(ε) | έφρασσαν φράσσαν(ε) |
θα φράσσουν(ε) | να φράσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έφραξα | θα φράξω | να φράξω | φράξει | ||
| β' ενικ. | έφραξες | θα φράξεις | να φράξεις | φράξε | ||
| γ' ενικ. | έφραξε | θα φράξει | να φράξει | |||
| α' πληθ. | φράξαμε | θα φράξουμε | να φράξουμε | |||
| β' πληθ. | φράξατε | θα φράξετε | να φράξετε | φράξτε | ||
| γ' πληθ. | έφραξαν φράξαν(ε) |
θα φράξουν(ε) | να φράξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φράξει | είχα φράξει | θα έχω φράξει | να έχω φράξει | ||
| β' ενικ. | έχεις φράξει | είχες φράξει | θα έχεις φράξει | να έχεις φράξει | έχε φραγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει φράξει | είχε φράξει | θα έχει φράξει | να έχει φράξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φράξει | είχαμε φράξει | θα έχουμε φράξει | να έχουμε φράξει | ||
| β' πληθ. | έχετε φράξει | είχατε φράξει | θα έχετε φράξει | να έχετε φράξει | έχετε φραγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν φράξει | είχαν φράξει | θα έχουν φράξει | να έχουν φράξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φραγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φραγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φραγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φραγμένο | |||||
Μεταφράσεις
φράσσω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
φράσσω
Σύνθετα
- παραφράσσω : οχυρώνω καλά (διάφορο του αρχαίου "παραφράζω": σήμαινε λέω κάτι με άλλα λόγια)
- καταφράσσομαι, μέσο και μεταγενέστερο : συνήθως για ίππους, στρατιώτες και οχυρά/πύλες (διάφορο του αρχαίου "καταφράζομαι": σήμαινε "δηλώνω", "συλλογίζομαι")
- περιφράσσω : οχυρώνω ολόγυρα, σκάβω χαντάκια, ορύγματα (διάφορο του αρχαίου "περιφράζομαι": σήμαινε "λέω κάτι περιφραστικά" και "συλλογίζομαι")
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.