ἄφρακτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφρακτος τὸ ἄφρακτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφράκτου τοῦ ἀφράκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφράκτ τῷ ἀφράκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφρακτον τὸ ἄφρακτον
     κλητική ! ἄφρακτε ἄφρακτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφρακτοι τὰ ἄφρακτ
      γενική τῶν ἀφράκτων τῶν ἀφράκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφράκτοις τοῖς ἀφράκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφράκτους τὰ ἄφρακτ
     κλητική ! ἄφρακτοι ἄφρακτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφράκτω τὼ ἀφράκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφράκτοιν τοῖν ἀφράκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄφρακτος < ἄ- στερητικό + φρακτ-ός (φράσσω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: aphractus

Επίθετο

ἄφρακτος, -ος, -ον

  1. απερίφρακτος
  2. αφύλαχτος
  3. ανοχύρωτος
  4. απροστάτευτος

Ουσιαστικό

ἄφρακτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.