ἄφρακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄφρακτος | τὸ | ἄφρακτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀφράκτου | τοῦ | ἀφράκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀφράκτῳ | τῷ | ἀφράκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄφρακτον | τὸ | ἄφρακτον | ||
| κλητική ὦ! | ἄφρακτε | ἄφρακτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄφρακτοι | τὰ | ἄφρακτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀφράκτων | τῶν | ἀφράκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀφράκτοις | τοῖς | ἀφράκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀφράκτους | τὰ | ἄφρακτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄφρακτοι | ἄφρακτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφράκτω | τὼ | ἀφράκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀφράκτοιν | τοῖν | ἀφράκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ἄφρακτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄφρακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.