φρακτό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φρακτό < αρχαιαοελληνικό επίθετο φρακτός,ή,όν
Ουσιαστικό
φρακτό ουδέτερο και φραχτό και αρσενικό φρακτός
- περιφραγμένο οικόπεδο συνήθως κοντά στο σπίτι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.