φραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φραγμένος | η | φραγμένη | το | φραγμένο |
| γενική | του | φραγμένου | της | φραγμένης | του | φραγμένου |
| αιτιατική | τον | φραγμένο | τη | φραγμένη | το | φραγμένο |
| κλητική | φραγμένε | φραγμένη | φραγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φραγμένοι | οι | φραγμένες | τα | φραγμένα |
| γενική | των | φραγμένων | των | φραγμένων | των | φραγμένων |
| αιτιατική | τους | φραγμένους | τις | φραγμένες | τα | φραγμένα |
| κλητική | φραγμένοι | φραγμένες | φραγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φράζω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη άφρακτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.