φαρκτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συνώνυμα
Σύνθετα
- δύσφρακτος (συνεκτικός)
- ἄφαρκτος (αρχαία Αττική) και ἄφρακτος (κυρίως Αττική), νεοελληνικά άφραχτος
- κατάφρακτος (στην αρχαία αττική διάλεκτο "κατάφαρκτος" και αργότερα στην αττική "κατάφρακτος")
- οι κατάφρακτοι ήταν σώμα του βυζαντινού στρατού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.