φραγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραγή οι φραγές
      γενική της φραγής των φραγών
    αιτιατική τη φραγή τις φραγές
     κλητική φραγή φραγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγή < φράσσω ή φράζω ή φραγμός

Ουσιαστικό

φραγή θηλυκό

  1. φυσικό φράγμα από θάμνους
  2. τεχνητό φράγμα επικοινωνίας
    φραγή εξερχομένων κλήσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.