φραγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φραγή | οι | φραγές |
| γενική | της | φραγής | των | φραγών |
| αιτιατική | τη | φραγή | τις | φραγές |
| κλητική | φραγή | φραγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φραγή θηλυκό
- φυσικό φράγμα από θάμνους
- τεχνητό φράγμα επικοινωνίας
- φραγή εξερχομένων κλήσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.