φρέαρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρέαρ τα φρέατα
      γενική του φρέατος των φρεάτων
    αιτιατική το φρέαρ τα φρέατα
     κλητική φρέαρ φρέατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρέαρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρέαρ

Ουσιαστικό

φρέαρ ουδέτερο

  • το πηγάδι, η λακκούβα, η τάφρος, το φρεάτιο
    το φρέαρ του Μωυσή στη μονή Σινά/Το φρέαρ του Ιακώβ
    το φρέαρ του ασανσέρ/Το φρέαρ Σερπιερί στο Λαύριο/Φρέαρ θεμελίωσης/Φρέαρ σκυροδέματος
    το Φρέαρ των Οινουσσών αποτελεί το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου

Εκφράσεις

  • αρτεσιανό φρέαρ: το φρέαρ ή πηγάδι από όπου το νερό αναβλύζει λόγω φυσικής πίεσης και έτσι δεν χρειάζεται να αντλείται (από τη φράση puits artésien επειδή κατασκευάστηκαν πολλά φρέατα τέτοιου τύπου στην περιοχή Artois)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αττικό: φρεᾱρ- φρεᾱτ- επικό: φρεᾰτ-
ονομαστική τὸ φρέαρ τὰ φρέατ
      γενική τοῦ φρέατος τῶν φρεάτων
      δοτική τῷ φρέατ τοῖς φρέασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φρέαρ τὰ φρέατ
     κλητική ! φρέαρ φρέατ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρέατε
γεν-δοτ τοῖν  φρεάτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρέαρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φρέαρ, γενική φρέατος ουδέτερο

  1. πηγή, κρήνη,
  2. πηγάδι, δεξαμενή, χαβούζα στέρνα
  3. όρυγμα, βόθρος

  • φρεῖαρ

Εκφράσεις

  • πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος: από μεγάλο ποτήρι, ίσως έλεγαν τη φράση όταν κάποιος έπινε πολύ
  • περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις : όταν κάποιος έπαιζε με τη φωτιά (όρχηση, ο χορός)
  • λύκος περὶ φρέατος χορεύει και ἐν φρέατι κυσὶ μάχεσθαι : για ματαιοπονίες
  • εἰς φρέατα ἐμπίπτων : ίσως όταν κάποιος έπεφτε συχνά θύμα ή σε παγίδες

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.