πηγάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηγάδι | τα | πηγάδια |
| γενική | του | πηγαδιού | των | πηγαδιών |
| αιτιατική | το | πηγάδι | τα | πηγάδια |
| κλητική | πηγάδι | πηγάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα πηγάδι με μαγκάνι
Ετυμολογία
- πηγάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηγάδι < ελληνιστική κοινή πηγάδιον < υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈɣa.ði/
Ουσιαστικό
πηγάδι ουδέτερο
- στρογγυλό, συνήθως, τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος στο βάθος του οποίου βρίσκεται νερό
Εκφράσεις
- κατουράω στο (σε) πηγάδι: συνήθως σε ερωτηματικές εκφράσεις σε παρελθόντα χρόνο (στο πηγάδι κατούρησε;) για να δείξουν παράπονο κάποιου αδικημένου
- εμείς έχουμε κατουρήσει σε πηγάδι και δεν θα έρθουμε μαζί σας;
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- αρτεσιανό πηγάδι
Μεταφράσεις
πηγάδι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.