φρεάτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρεάτιο τα φρεάτια
      γενική του φρεατίου
& φρεάτιου
των φρεατίων
    αιτιατική το φρεάτιο τα φρεάτια
     κλητική φρεάτιο φρεάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρεάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρεάτι(ον) + -ο, υποκοριστικό για την {{λ|φρέαρ|grc|lang=4{{
Καλυμμένο με σχάρα φρεάτιο ομβρίων.

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾeˈa.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρεάτιο

Ουσιαστικό

φρεάτιο ουδέτερο

  1. το όρυγμα, το άνοιγμα στη γη, το λαγούμι, το ειδικό άνοιγμα για πρόσβαση εργαζομένων σε υπόγειους αγωγούς ή για τη διοχέτευση υγρών στους αγωγούς αυτούς
    φρεάτιο αποχέτευσης/ομβρίων υδάτων/ορυχείου
  2. η πρόβλεψη για ανάλογη κάθετη κατασκευή σχήματος πηγαδιού ή φρέατος σε πολυκατοικίες (για να κινείται το ασανσέρ)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.