Φρεαττώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Φρεαττώ < εικάζεται από το φρέαρ
Κύριο όνομα
Φρεαττώ και Φρεατώ (απαντά στη δοτική: Φρεαττοῖ)
- δικαστήριο στον Πειραιά, ίσως κοντά στην αρχαία Φρεταττύδα, το οποίο δίκαζε εξόριστους οι οποίοι έκαναν έφεση ή διέπρατταν δεύτερο έγκλημα και παρέμεναν σε πλοίο ενώ οι δικαστές έμεναν στη στεριά
Συγγενικά
- Φρεαττύς, -ύος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.