βόθρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόθρος οι βόθροι
      γενική του βόθρου των βόθρων
    αιτιατική τον βόθρο τους βόθρους
     κλητική βόθρε βόθροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπαράσταση βάθρου κατάληξης λυμάτων

Ετυμολογία

βόθρος < αρχαία ελληνική βόθρος

Ουσιαστικό

βόθρος αρσενικό

  1. σκεπασμένος μεγάλος λάκκος, που χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνονται και να απορροφούνται, σταδιακά από το έδαφος, τα σπιτικά απόβλητα
  2. (μεταφορικά) (σε εκφράσεις όπως: το στόμα του είναι βόθρος, άνοιξε πάλι ο βόθρος ή παρόμοιες) η αθυροστομία
  3. χαβούζα
  4. (ανατομία) κοιλότητα συνήθως σε οστό, όπου σχηματίζεται ένα ανατομικό στοιχείο
    Ο τρίγωνος βόθρος είναι ένα ανατομικό τμήμα του έξω ωτός.
    Ο ιγνυακός βόθρος είναι μια κοιλότητα, που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος.

Πολυλεκτικοί όροι

  • απορροφητικός βόθρος
  • εκκένωση βόθρων
  • σηπτικός βόθρος

Εκφράσεις

  • βόθρος είναι το στόμα του/της
  • έχει ένα στόμα βόθρο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βόθρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βόθρος αρσενικό

  1. λάκκος
  2. (γενικότερα) κοιλότητα
  3. (ειδικότερα) λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.