βαθύτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύτερος | η | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
| γενική | του | βαθύτερου | της | βαθύτερης | του | βαθύτερου |
| αιτιατική | τον | βαθύτερο | τη | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
| κλητική | βαθύτερε | βαθύτερη | βαθύτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύτεροι | οι | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
| γενική | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων |
| αιτιατική | τους | βαθύτερους | τις | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
| κλητική | βαθύτεροι | βαθύτερες | βαθύτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύτερος < βαθ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαθύς
Επίθετο
βαθύτερος, -η, -ο (και πιο βαθύς)
- που είναι κυριολεκτικά πιο βαθύς
- Ο ποταμός είναι βαθύτερος σε αυτό το σημείο
- που δεν είναι τόσο επιφανειακός, που πρέπει να αναλυθεί σε βαθύτερο επίπεδο
- Τα αίτια είναι βαθύτερα και το πρόβλημα φοβάμαι ότι δεν είναι και τόσο απλό να αντιμετωπιστεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.