δεξαμενή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεξαμενή οι δεξαμενές
      γενική της δεξαμενής των δεξαμενών
    αιτιατική τη δεξαμενή τις δεξαμενές
     κλητική δεξαμενή δεξαμενές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δεξαμενή νερού.

Ετυμολογία

δεξαμενή < αρχαία ελληνική δεξαμενή

Ουσιαστικό

δεξαμενή θηλυκό

  1. κατασκευή για την αποθήκευση μεγάλης ποσότητας υγρών
  2. (μεταφορικά) συγκεντρωμένη ποσότητα πληροφοριών, γνώσεων, επιτευγμάτων από την οποία μπορεί κανείς να "αντλήσει" και να ωφεληθεί
  3. εγκατάσταση για πλοία που χρειάζονται συντήρηση ή επισκευή

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δεξαμενή < δέχομαι

Ουσιαστικό

δεξαμενή θηλυκό

  1. δεξαμενή νερού
  2. (γενικότερα) δοχείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.