χαβούζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαβούζα | οι | χαβούζες |
| γενική | της | χαβούζας | των | χαβούζων |
| αιτιατική | τη | χαβούζα | τις | χαβούζες |
| κλητική | χαβούζα | χαβούζες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαβούζα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حوض, τουρκική havuz (μικρή τεχνητή λίμνη νερού) + -α < αραβική حَوْض (hawḍ, δεξαμενή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈvu.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐βού‐ζα
Ουσιαστικό
χαβούζα θηλυκό
Πηγές
- χαβούζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαβούζα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.