όρυγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όρυγμα τα ορύγματα
      γενική του ορύγματος των ορυγμάτων
    αιτιατική το όρυγμα τα ορύγματα
     κλητική όρυγμα ορύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όρυγμα < αρχαία ελληνική ὄρυγμα < ὀρύσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ɾiɣ.ma/

Ουσιαστικό

όρυγμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) σκαμμένο τμήμα του εδάφους (με ικανό βάθος)
     συνώνυμα: εκσκαφή, λάκκος, τάφρος, χαντάκι
  2. (στρατιωτικός όρος) σκαμμένη τάφρος, μέσα στην οποία προστατεύονται οι στρατιώτες από τα πυρά του εχθρού
     συνώνυμα: αμπρί, καταφύγιο, χαράκωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.