φακελωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φακελωμένος | η | φακελωμένη | το | φακελωμένο |
| γενική | του | φακελωμένου | της | φακελωμένης | του | φακελωμένου |
| αιτιατική | τον | φακελωμένο | τη | φακελωμένη | το | φακελωμένο |
| κλητική | φακελωμένε | φακελωμένη | φακελωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φακελωμένοι | οι | φακελωμένες | τα | φακελωμένα |
| γενική | των | φακελωμένων | των | φακελωμένων | των | φακελωμένων |
| αιτιατική | τους | φακελωμένους | τις | φακελωμένες | τα | φακελωμένα |
| κλητική | φακελωμένοι | φακελωμένες | φακελωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φακελωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φακελώνω
Μετοχή
φακελωμένος, -η, -ο
- που έχει φακελωθεί
- (κυριολεκτικά) που έχει μπει σε φάκελο
- (μεταφορικά) (πολιτική) (παρωχημένο) που έχει «φάκελο», δηλαδή υπάρχει αρχείο στην αστυνομία / ασφάλεια ή άλλη υπηρεσία για τα πολιτικά του φρονήματα καθώς και άλλα στοιχεία για κάποιον
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φακελωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.