υπόγεια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπόγεια < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

υπόγεια

  1. κάτω από την επιφάνεια της γης
  2. (μεταφορικά) με δόλιο, ύπουλο ή κρυφό τρόπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.