γαῖα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| διαλεκτικοί τύποι | ||||||
| ονομαστική | ἡ | γαῖᾰ | αἱ | γαῖαι | ||
| γενική | τῆς | γαίᾱς | γαίης | τῶν | γαιῶν | |
| δοτική | τῇ | γαίᾳ | γαίῃ | ταῖς | γαίαις | |
| αιτιατική | τὴν | γαῖᾰν | τὰς | γαίᾱς | ||
| κλητική ὦ! | γαῖᾰ | γαῖαι | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαῖᾱ | ||||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαίαιν | ||||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- γαῖα < αβέβαιης ετυμολογίας όπως και ο άλλος τύπος με την ίδια έννοια: (το αἶα). Η ετυμολόγηση από το γίγνομαι θεωρείται αβέβαιη και εικάζεται ότι η ρίζα είναι προελληνική.
Ουσιαστικό
γαῖα θηλυκό
Σύνθετα
Πηγές
- γαῖα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαῖα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.