γαῖα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός  
διαλεκτικοί τύποι
ονομαστική γαῖ αἱ γαῖαι
      γενική τῆς γαίᾱς γαίης τῶν γαιῶν
      δοτική τῇ γαί γαίῃ ταῖς γαίαις
    αιτιατική τὴν γαῖᾰν τὰς γαίᾱς
     κλητική ! γαῖ γαῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαῖ
γεν-δοτ τοῖν  γαίαιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαῖα < αβέβαιης ετυμολογίας όπως και ο άλλος τύπος με την ίδια έννοια: (το αἶα). Η ετυμολόγηση από το γίγνομαι θεωρείται αβέβαιη και εικάζεται ότι η ρίζα είναι προελληνική.

Ουσιαστικό

γαῖα θηλυκό

  1. ομηρικός και ποιητικός τύπος της λέξης γῆ\γᾶ. έδαφος, χώμα, πατρίδα, γη
    φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
    ἐμοῦ θανόντος γαῖα μειχθήτω πυρί

Συγγενικά

Σύνθετα

  • γαιήοχος και γαιάοχος και γεήοχος (ο έχων τη γη, ο Ποσειδώνας, ή ο προστάτης μιας χώρας)
  • γαιάδας
  • γαίηθεν
  • γαιηφάγος
  • γαϊκός
  • γαιονόμος
  • γαιοφανής
  • γαιόω
  • γαιών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.