tube

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
tube tubes

Ουσιαστικό

tube (en)

  1. (μετρήσιμο) o σωλήνας
    metal/ceramic/rubber/plastic tube - μεταλλικός/κεραμικός/λαστιχένιος/πλαστικός σωλήνας
    breathing tube - αναπνευστικός σωλήνας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη pipe
  2. (ηλεκτρονική) (ΗΠΑ) η λυχνία κενού
     δείτε τον όρο vacuum tube
     συνώνυμα: (ΗΒ) valve
  3. (ΗΒ) (μέσο μεταφορών) το μετρό του Λονδίνου

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
tube tubes

Ετυμολογία

tube < λατινική tubus

Προφορά

 
ΔΦΑ : /tyb/

Ουσιαστικό

tube (fr) αρσενικό

  1. o σωλήνας
  2. το σωληνάριο

Παράγωγα

  • tuber
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.