subway
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| subway | subways |
Ετυμολογία
- subway < sub- + way
Ουσιαστικό
subway (en)
- (μέσο μεταφορών, αμερικανική σημασία) το μετρό, ο υπόγειος
- ↪ the New York subway - ο υπόγειος σιδηρόδρομος/το μετρό της Νέας Υόρκης
- ↪ With the completion of the subway, it’s believed that the traffic problem of Athens will be solved.
- Με την ολοκλήρωση του μετρό πιστεύεται ότι θα λυθεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Aθήνας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη underground
- (βρετανική σημασία) η υπόγεια διάβαση που περνά κάτω από ένα δρόμο κτλ. την οποία οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να περάσουν στην άλλη πλευρά
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.