υπογείως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπογείως < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
υπογείως
- κάτω από την επιφάνεια της γης
- (μεταφορικά) με δόλιο, ύπουλο ή κρυφό τρόπο
- προτιμά να δρα και να κινείται υπογείως
Μεταφράσεις
υπογείως
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.