υποστατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποστατός η υποστατή το υποστατό
      γενική του υποστατού της υποστατής του υποστατού
    αιτιατική τον υποστατό την υποστατή το υποστατό
     κλητική υποστατέ υποστατή υποστατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποστατοί οι υποστατές τα υποστατά
      γενική των υποστατών των υποστατών των υποστατών
    αιτιατική τους υποστατούς τις υποστατές τα υποστατά
     κλητική υποστατοί υποστατές υποστατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποστατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστατός / ὑπόστατος (ανθεκτικός, υποφερτός) <  δείτε ὑφίστημι. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + στα-, θέμα που συναντάμε στο ίσταμαι + -τός.  δείτε τη λέξη υφίσταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.staˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποστατός

Επίθετο

υποστατός, -ή, -ό

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υφίσταμαι, υπό, στάση και ίσταμαι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υποστατός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.