δισυπόστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δισυπόστατος | η | δισυπόστατη | το | δισυπόστατο |
| γενική | του | δισυπόστατου | της | δισυπόστατης | του | δισυπόστατου |
| αιτιατική | τον | δισυπόστατο | τη | δισυπόστατη | το | δισυπόστατο |
| κλητική | δισυπόστατε | δισυπόστατη | δισυπόστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δισυπόστατοι | οι | δισυπόστατες | τα | δισυπόστατα |
| γενική | των | δισυπόστατων | των | δισυπόστατων | των | δισυπόστατων |
| αιτιατική | τους | δισυπόστατους | τις | δισυπόστατες | τα | δισυπόστατα |
| κλητική | δισυπόστατοι | δισυπόστατες | δισυπόστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισυπόστατος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δισυπόστατος. Συγχρονικά αναλύεται σε δισ- (δύο φορές) + υποστατός[1] (υπόστα(ση) <υφίσταμαι) + -τος)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.siˈpo.sta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐συ‐πό‐στα‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐υ‐πό‐στα‐τος
Επίθετο
δισυπόστατος, -η, -ο
- που έχει δύο υποστάσεις
- ↪ Αφού ήμουν στην Αθήνα χτες, πώς λες ότι με είδες στην Κόρινθο; Δεν είμαι δισυπόστατος!
- ↪ η δισυπόστατη φύση του ανθρώπου: σώμα και ψυχή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δισυπόστατος
|
|
Αναφορές
- «υποστατός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- δισυπόστατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δισυπόστατος | τὸ | δισυπόστατον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δισυποστάτου | τοῦ | δισυποστάτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δισυποστάτῳ | τῷ | δισυποστάτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δισυπόστατον | τὸ | δισυπόστατον | ||
| κλητική ὦ! | δισυπόστατε | δισυπόστατον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δισυπόστατοι | τὰ | δισυπόστατα | ||
| γενική | τῶν | δισυποστάτων | τῶν | δισυποστάτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δισυποστάτοις | τοῖς | δισυποστάτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δισυποστάτους | τὰ | δισυπόστατα | ||
| κλητική ὦ! | δισυπόστατοι | δισυπόστατα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισυπόστατος < δισ- (δύο φορές) + αρχαία ελληνική ὑποστατός → δείτε ὑπόστασις + -τος
Επίθετο
δισυπόστατος
- δισυπόστατος
- ※ 12ος αιώνας Λεόντιος Β΄ Ιεροσολύμων Leontius Hierosolymitanus scriptor ecclesiasticus, aduersus nestorianos (Leont.H.Nest.M.86.1544B, 1572C.)
- → χρειάζεται παράθεμα
Πηγές
- δισυπόστατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.