υποφερτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποφερτός | η | υποφερτή | το | υποφερτό |
| γενική | του | υποφερτού | της | υποφερτής | του | υποφερτού |
| αιτιατική | τον | υποφερτό | την | υποφερτή | το | υποφερτό |
| κλητική | υποφερτέ | υποφερτή | υποφερτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποφερτοί | οι | υποφερτές | τα | υποφερτά |
| γενική | των | υποφερτών | των | υποφερτών | των | υποφερτών |
| αιτιατική | τους | υποφερτούς | τις | υποφερτές | τα | υποφερτά |
| κλητική | υποφερτοί | υποφερτές | υποφερτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποφερτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
υποφερτός
- που μπορεί κανείς να τον ανεχτεί
Μεταφράσεις
υποφερτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.