τσάι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάι τα τσάγια
      γενική του τσαγιού των τσαγιών
    αιτιατική το τσάι τα τσάγια
     κλητική τσάι τσάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (τουρκικά çay) ή ρωσική чай (čaj) < κινεζική (chá, σε διαλέκτους: tê) [1] [2]. Συγκρίνετε με το τέιο & τέϊον.
φύλλα τσαγιού
ένα ποτήρι τσάι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσάι

Ουσιαστικό

τσάι ουδέτερο

  1. (βοτανική, βότανο) το φυτό Camellia sinensis, το τεϊόδεντρο
  2. τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού
  3. (ποτό) το αφέψημα που παρασκευάζεται από το βράσιμο των αποξηραμένων φύλλων του τεϊόδεντρου
      Έμαθα ότι ψήνεις καλό τσάι "κατά ρωσσικόν τρόπον" (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ, 1895)
      Οι παλιές συνταγές λοιπόν ξαναγράφτηκαν δίνοντας καινούργια πνοή στη γεύση των τσαγιών και των βοτάνων. (Εφημερίδα Το Βήμα, 2014.02.16. *)
  4. κοινωνική συνάντηση όπου συνήθως σερβίρεται τσάι
    Οι κυρίες του εξωραϊστικού συλλόγου μάς προσκάλεσαν σε ένα τσάι για να συζητήσουμε για τον έρανο.
  5. (γενικότερα) κάθε αφέψημα που παρασκευάζεται από αρωματικά φυτά ή βότανα
      Τα τσάγια, που περιέχουν ιαματικά φυτά, υπήρξαν ανέκαθεν δημοφιλή στη Νότια Κίνα, ως μέθοδος αντιμετώπισης της ζέστης και της υγρασίας. Η ζήτηση για τα σπάνια αυτά τσάγια είναι και σήμερα εύρωστη [...] (Εφημερίδα Η Καθημερινή, 2012.10.01. *)

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τσάι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.