τέιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τέϊον < (άμεσο δάνειο) γαλλική thé < ολλανδική thee < μαλαϊκή teh < κινεζική ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê, τσάι).[1] Συγκρίνετε με το τσάι.

Ουσιαστικό

τέιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.