τσάγια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσάγια < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

τσάγια

  1. (αργκό) γεια, αντίο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τσάγια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσάι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.