τεϊόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεϊόδεντρο | τα | τεϊόδεντρα |
| γενική | του | τεϊόδεντρου | των | τεϊόδεντρων |
| αιτιατική | το | τεϊόδεντρο | τα | τεϊόδεντρα |
| κλητική | τεϊόδεντρο | τεϊόδεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεϊόδεντρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τεϊόδεντρο ουδέτερο
- (φυτό) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.