чай

Βουλγαρικά (bg)

Ετυμολογία

чай < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική (chá, σε διαλέκτους: tê)

Ουσιαστικό

чай (bg) (čaj) αρσενικό



Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

чай < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική (chá, σε διαλέκτους: tê)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡ʃaɪ/
 

Ουσιαστικό

чай (ru) (čaj) αρσενικό άψυχο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.