συνάντηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνάντηση | οι | συναντήσεις |
| γενική | της | συνάντησης* | των | συναντήσεων |
| αιτιατική | τη | συνάντηση | τις | συναντήσεις |
| κλητική | συνάντηση | συναντήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συναντήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνάντηση < < αρχαία ελληνική συνάντησις < συναντάω, --ῶ < σύν + ἀντάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈnan.di.si/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.