τσαγιέρα
Νέα ελληνικά (el)

τσαγιέρα(1) επάνω σε σουβέρ

τσαγιέρα(2) γκαζιού
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσαγιέρα | οι | τσαγιέρες |
| γενική | της | τσαγιέρας | — | |
| αιτιατική | την | τσαγιέρα | τις | τσαγιέρες |
| κλητική | τσαγιέρα | τσαγιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τσαγιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα τσαγιού ή άλλου ζεστού ροφήματος
- (κουζινικά) κουζινικό σκεύος για το βράσιμο νερού, βραστήρας νερού
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.