βότανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βότανο τα βότανα
      γενική του βότανου
& βοτάνου
των βότανων
& βοτάνων
    αιτιατική το βότανο τα βότανα
     κλητική βότανο βότανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βότανο <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βότανον < βοτανίζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvo.ta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βότανο

Ουσιαστικό

βότανο ουδέτερο

  1. ποώδες φυτό
  2. (ειδικότερα) φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
  3. (κατ’ επέκταση) τμήμα φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες, συνήθως αποξηραμένο, αλλά και το υγρό παρασκεύασμα που φτιάχνεται από αυτό (αφέψημα, εκχύλισμα κλπ.)
     συνώνυμα: μαντζούνι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.