βότανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βότανο | τα | βότανα |
| γενική | του | βότανου & βοτάνου |
των | βότανων & βοτάνων |
| αιτιατική | το | βότανο | τα | βότανα |
| κλητική | βότανο | βότανα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βότανο <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βότανον < βοτανίζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvo.ta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐τα‐νο
Ουσιαστικό
βότανο ουδέτερο
- ποώδες φυτό
- (ειδικότερα) φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
- (κατ’ επέκταση) τμήμα φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες, συνήθως αποξηραμένο, αλλά και το υγρό παρασκεύασμα που φτιάχνεται από αυτό (αφέψημα, εκχύλισμα κλπ.)
Σύνθετα
- αγριοβότανο
- βοτανοθεραπεία
- βοτανολόγιο
- βοτανολόγος
-
βότανο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βότανο
|
Αναφορές
- βότανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.