σαμοβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμοβάρι τα σαμοβάρια
      γενική του σαμοβαριού των σαμοβαριών
    αιτιατική το σαμοβάρι τα σαμοβάρια
     κλητική σαμοβάρι σαμοβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σαμοβάρι

Ετυμολογία

σαμοβάρι < (άμεσο δάνειο) ρωσική самовар (samovar)

Ουσιαστικό

σαμοβάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.