τραπεζίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τραπεζίτης | οι | τραπεζίτες |
| γενική | του | τραπεζίτη | των | τραπεζιτών |
| αιτιατική | τον | τραπεζίτη | τους | τραπεζίτες |
| κλητική | τραπεζίτη | τραπεζίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραπεζίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό

Τρεις τραπεζίτες(2)
τραπεζίτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.