τραπεζικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζικός η τραπεζική το τραπεζικό
      γενική του τραπεζικού της τραπεζικής του τραπεζικού
    αιτιατική τον τραπεζικό την τραπεζική το τραπεζικό
     κλητική τραπεζικέ τραπεζική τραπεζικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζικοί οι τραπεζικές τα τραπεζικά
      γενική των τραπεζικών των τραπεζικών των τραπεζικών
    αιτιατική τους τραπεζικούς τις τραπεζικές τα τραπεζικά
     κλητική τραπεζικοί τραπεζικές τραπεζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραπεζικός < τράπεζα + -ικός

Επίθετο

τραπεζικός

  • ο σχετικός με τράπεζα, ή συναλλαγή μ΄ αυτή

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

τραπεζικός αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο εργαζόμενος σε τράπεζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.