τούμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούμπα οι τούμπες
      γενική της τούμπας
    αιτιατική την τούμπα τις τούμπες
     κλητική τούμπα τούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βουτιά στη θάλασσα με τούμπα

Ετυμολογία 1

τούμπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τούμπα < λατινική tumba < αρχαία ελληνική τύμβος (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τούμπα
παλιότερος συλλαβισμός: τούμπα

Ουσιαστικό

τούμπα θηλυκό

  1. μικρό ύψωμα, μερικών μέτρων, που προέκυψε από συσσώρευση χωμάτων
    Ξεκίνησαν οι ανασκαφές στην μεγάλη τούμπα.
     συνώνυμα: λοφίσκος, λόφος, τύμβος
  2. αναποδογύρισμα του σώματος
    το αυτοκίνητο έκανε τρεις τούμπες, όμως οι επιβάτες δεν έπαθαν τίποτα!
    όλο τούμπες κάνει, παραξενεύομαι που δε ζαλίζεται!
     συνώνυμα: κωλοτούμπα, κουλουμούντρα, κουτρουβάλα, τακλάς, κυβίστηση
  3. πλήρης περιστροφή οποιουδήποτε αντικειμένου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Δύο τούμπες
τούμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tuba < λατινική tuba < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuibh (κοίλος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtu.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τούμπα

Ουσιαστικό

τούμπα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, που καλύπτει τη βαθύτερη περιοχή στα χάλκινα πνευστά

Συγγενικά

  • τουμπίστας, τουμπίστα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.