κουλουμούντρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουλουμούντρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κουλουμούντρα θηλυκό

  • (κρητικά) η τούμπα στην Κρητική διάλεκτο
    κάνει μετάνοιες και κουλουμούντρες στην εκκλησία για να τον βλέπει ο κόσμος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.