κυβίστηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβίστηση οι κυβιστήσεις
      γενική της κυβίστησης* των κυβιστήσεων
    αιτιατική την κυβίστηση τις κυβιστήσεις
     κλητική κυβίστηση κυβιστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυβιστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβίστηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυβίστησις < κυβιστάω / κυβιστῶ (πέφτω με το κεφάλι, γυρίζω τούμπα) < κύμβη (στη σημασία: κεφαλή) [1]
  • Δε φαίνεται να σχετίζεται με το κύβος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈvi.sti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυβίστησις

Ουσιαστικό

κυβίστηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.