κυβίστηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυβίστηση | οι | κυβιστήσεις |
| γενική | της | κυβίστησης* | των | κυβιστήσεων |
| αιτιατική | την | κυβίστηση | τις | κυβιστήσεις |
| κλητική | κυβίστηση | κυβιστήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κυβιστήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυβίστηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυβίστησις < κυβιστάω / κυβιστῶ (πέφτω με το κεφάλι, γυρίζω τούμπα) < κύμβη (στη σημασία: κεφαλή) [1]
- Δε φαίνεται να σχετίζεται με το κύβος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈvi.sti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βί‐στη‐σις
Ουσιαστικό
κυβίστηση θηλυκό
- (αθλητισμός, γυμναστική)
- τούμπα με στήριξη του κορμού στα χέρια, και στη συνέχεια, επαναφορά σε όρθια στάση στα πόδια, η κωλοτούμπα
- η άσκηση πάνω σε δοκό ή στο μονόζυγο
- κωλοτούμπα
- τούμπα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
-
κυβίστηση στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κυβίστηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.