συσσώρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συσσώρευση | οι | συσσωρεύσεις |
| γενική | της | συσσώρευσης* | των | συσσωρεύσεων |
| αιτιατική | τη | συσσώρευση | τις | συσσωρεύσεις |
| κλητική | συσσώρευση | συσσωρεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συσσωρεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσσώρευση < συσσωρεύ(ω) + -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈso.ɾef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συσ‐σω‐ρευ‐ση
Ουσιαστικό
συσσώρευση θηλυκό
- η συγκέντρωση υπερβολικής ποσότητας σε ένα σημείο,συνήθως ομοειδών αντικειμένων
Μεταφράσεις
συσσώρευση
Αναφορές
- συσσώρευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.