tuba

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

tuba (fr)

  • (μουσικό όργανο) η τούμπα (πνευστό μουσικό όργανο)

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

tuba (pl) θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) η τούμπα (πνευστό μουσικό όργανο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.