λοφίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λοφίσκος | οι | λοφίσκοι |
| γενική | του | λοφίσκου | των | λοφίσκων |
| αιτιατική | τον | λοφίσκο | τους | λοφίσκους |
| κλητική | λοφίσκε | λοφίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λοφίσκος < λόφος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈfi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λο‐φί‐σκος
Συγγενικά
- Λοφίσκος (τοπωνύμιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.