τουμπίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τουμπίτσα | οι | τουμπίτσες |
| γενική | της | τουμπίτσας | — | |
| αιτιατική | την | τουμπίτσα | τις | τουμπίτσες |
| κλητική | τουμπίτσα | τουμπίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τουμπίτσα < τούμπα
Ουσιαστικό
τουμπίτσα θηλυκό
- μικρή τούμπα
- Πρόσεξε μη φας καμιά τουμπίτσα με τα τροχοπέδιλά σου!
- Άρπαξε μια τουμπίτσα με το μοτοποδήλατό του.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.