τεταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεταγμένος | η | τεταγμένη | το | τεταγμένο |
| γενική | του | τεταγμένου | της | τεταγμένης | του | τεταγμένου |
| αιτιατική | τον | τεταγμένο | την | τεταγμένη | το | τεταγμένο |
| κλητική | τεταγμένε | τεταγμένη | τεταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεταγμένοι | οι | τεταγμένες | τα | τεταγμένα |
| γενική | των | τεταγμένων | των | τεταγμένων | των | τεταγμένων |
| αιτιατική | τους | τεταγμένους | τις | τεταγμένες | τα | τεταγμένα |
| κλητική | τεταγμένοι | τεταγμένες | τεταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεταγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεταγμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.taˈɣme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ταγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : τε‐τα‐γμέ‐νος
Μετοχή
τεταγμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος τάσσω, άλλη μορφή του ταγμένος
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση της λέξης, όχι κείμενο καθαρεύουσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τεταγμένος | ἡ | τεταγμένη | τὸ | τεταγμένον |
| γενική | τοῦ | τεταγμένου | τῆς | τεταγμένης | τοῦ | τεταγμένου |
| δοτική | τῷ | τεταγμένῳ | τῇ | τεταγμένῃ | τῷ | τεταγμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | τεταγμένον | τὴν | τεταγμένην | τὸ | τεταγμένον |
| κλητική ὦ! | τεταγμένε | τεταγμένη | τεταγμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τεταγμένοι | αἱ | τεταγμέναι | τὰ | τεταγμένᾰ |
| γενική | τῶν | τεταγμένων | τῶν | τεταγμένων | τῶν | τεταγμένων |
| δοτική | τοῖς | τεταγμένοις | ταῖς | τεταγμέναις | τοῖς | τεταγμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | τεταγμένους | τὰς | τεταγμένᾱς | τὰ | τεταγμένᾰ |
| κλητική ὦ! | τεταγμένοι | τεταγμέναι | τεταγμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεταγμένω | τὼ | τεταγμένᾱ | τὼ | τεταγμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | τεταγμένοιν | τοῖν | τεταγμέναιν | τοῖν | τεταγμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
τεταγμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (τέταγμαι) του ρήματος τάσσω
- ορισμένος, διατεταγμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 109.2
- ὁ δὲ ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε, ὅκως τοῦ λοιποῦ κατὰ λόγον τῆς τεταγμένης ἀποφορῆς τελέοι.
- και ο βασιλιάς έστελνε επιθεωρητές και μετρούσαν πόσο είχε λιγοστέψει το χωράφι ώστε από εκεί και πέρα ο ιδιοκτήτης να πληρώνει το ανάλογο μέρος του ορισμένου φόρου.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε, ὅκως τοῦ λοιποῦ κατὰ λόγον τῆς τεταγμένης ἀποφορῆς τελέοι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 109.2
- παρατεταγμένος, συντεταγμένος, οργανωμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 108.1
- Ἀθηναίοισι δὲ τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί·
- στους Αθηναίους που είχαν παραταχτεί στο τέμενος του Ηρακλή ήρθαν σε επικουρία οι Πλαταιείς πανστρατιά·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀθηναίοισι δὲ τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 619c
- εἶναι δὲ αὐτὸν τῶν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡκόντων, ἐν τεταγμένῃ πολιτείᾳ ἐν τῷ προτέρῳ βίῳ βεβιωκότα,
- Εντούτοις αυτός ήταν από κείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει την προγενέστερη ζωή του μέσα σε πολιτεία καλά οργανωμένη,
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- εἶναι δὲ αὐτὸν τῶν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡκόντων, ἐν τεταγμένῃ πολιτείᾳ ἐν τῷ προτέρῳ βίῳ βεβιωκότα,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 2.8.8
- τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος αὐτοῦ ψιλῶν τε καὶ ὁπλιτῶν, κατὰ ἔθνη συντεταγμένον ἐς βάθος οὐκ ὠφέλιμον, ὄπισθεν ἦν τῶν Ἑλλήνων τῶν μισθοφόρων καὶ τοῦ ἐπὶ φάλαγγος τεταγμένου βαρβαρικοῦ.
- Το υπόλοιπο πλήθος των ελαφρά και βαριά οπλισμένων, παραταγμένο κατά εθνότητες και σε βάθος άχρηστο, τοποθετήθηκε πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους παραταγμένους σε φάλαγγα βαρβάρους.
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος αὐτοῦ ψιλῶν τε καὶ ὁπλιτῶν, κατὰ ἔθνη συντεταγμένον ἐς βάθος οὐκ ὠφέλιμον, ὄπισθεν ἦν τῶν Ἑλλήνων τῶν μισθοφόρων καὶ τοῦ ἐπὶ φάλαγγος τεταγμένου βαρβαρικοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 108.1
Παράγωγα
- τεταγμένως (επίρρημα)
Πηγές
- τάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.