διατεταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διατεταγμένος | η | διατεταγμένη | το | διατεταγμένο |
| γενική | του | διατεταγμένου | της | διατεταγμένης | του | διατεταγμένου |
| αιτιατική | τον | διατεταγμένο | τη | διατεταγμένη | το | διατεταγμένο |
| κλητική | διατεταγμένε | διατεταγμένη | διατεταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διατεταγμένοι | οι | διατεταγμένες | τα | διατεταγμένα |
| γενική | των | διατεταγμένων | των | διατεταγμένων | των | διατεταγμένων |
| αιτιατική | τους | διατεταγμένους | τις | διατεταγμένες | τα | διατεταγμένα |
| κλητική | διατεταγμένοι | διατεταγμένες | διατεταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διατεταγμένος < διατάσσομαι
Μετοχή
διατεταγμένος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.