παρατεταγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατεταγμένος η παρατεταγμένη το παρατεταγμένο
      γενική του παρατεταγμένου της παρατεταγμένης του παρατεταγμένου
    αιτιατική τον παρατεταγμένο την παρατεταγμένη το παρατεταγμένο
     κλητική παρατεταγμένε παρατεταγμένη παρατεταγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατεταγμένοι οι παρατεταγμένες τα παρατεταγμένα
      γενική των παρατεταγμένων των παρατεταγμένων των παρατεταγμένων
    αιτιατική τους παρατεταγμένους τις παρατεταγμένες τα παρατεταγμένα
     κλητική παρατεταγμένοι παρατεταγμένες παρατεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρατεταγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρατεταγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατάσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.te.taɣˈme.now/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρατεταγμένος
παλιότερος συλλαβισμός: παρατεταγμένος

Μετοχή

παρατεταγμένος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.