συντεταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντεταγμένος | η | συντεταγμένη | το | συντεταγμένο |
| γενική | του | συντεταγμένου | της | συντεταγμένης | του | συντεταγμένου |
| αιτιατική | τον | συντεταγμένο | τη | συντεταγμένη | το | συντεταγμένο |
| κλητική | συντεταγμένε | συντεταγμένη | συντεταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντεταγμένοι | οι | συντεταγμένες | τα | συντεταγμένα |
| γενική | των | συντεταγμένων | των | συντεταγμένων | των | συντεταγμένων |
| αιτιατική | τους | συντεταγμένους | τις | συντεταγμένες | τα | συντεταγμένα |
| κλητική | συντεταγμένοι | συντεταγμένες | συντεταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
Συγγενικά
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό
- συντεταγμένη ως ουσιαστικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.