ορισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορισμένος | η | ορισμένη | το | ορισμένο |
| γενική | του | ορισμένου | της | ορισμένης | του | ορισμένου |
| αιτιατική | τον | ορισμένο | την | ορισμένη | το | ορισμένο |
| κλητική | ορισμένε | ορισμένη | ορισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορισμένοι | οι | ορισμένες | τα | ορισμένα |
| γενική | των | ορισμένων | των | ορισμένων | των | ορισμένων |
| αιτιατική | τους | ορισμένους | τις | ορισμένες | τα | ορισμένα |
| κλητική | ορισμένοι | ορισμένες | ορισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ορίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή
ορισμένος, -η, -ο
- που έχει οριστεί
- αόριστη έκφραση
- για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα που ανήκει σε κατηγορία με γνωστές ιδιότητες αλλά δεν κατονομάζεται επακριβώς· κάποιος
- ↪ ορισμένοι υπάλληλοι της υπηρεσίας αυτής συμπεριφέρονται απρεπώς προς τους πολίτες
- ↪ σε ορισμένα σημεία του κειμένου υπάρχουν ασάφειες
- κάποιος (προεξαγγελτικά)
- ↪ θα σας διαβάσω ορισμένα αποσπάσματα από το καινούριο βιβλίο του ...
- για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα που ανήκει σε κατηγορία με γνωστές ιδιότητες αλλά δεν κατονομάζεται επακριβώς· κάποιος
- έκφραση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα με συγκεκριμένες ιδιότητες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.