τελώνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελώνης οι τελώνες
      γενική του τελώνη των τελωνών
    αιτιατική τον τελώνη τους τελώνες
     κλητική τελώνη τελώνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελώνης < αρχαία ελληνική τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ουσιαστικό

τελώνης αρσενικό

  1. ο προϊστάμενος του τελωνείου
  2. (θρησκεία) ο αμαρτωλός που έχει μετανοήσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.