εκτελωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτελωνίζω < εκ- + τελωνίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédouaner)
Συγγενικά
- εκτελώνιση
- εκτελωνισμός
- εκτελωνιστής
- εκτελωνιστικός
- → δείτε τις λέξεις τελώνης και τέλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτελωνίζω | εκτελώνιζα | θα εκτελωνίζω | να εκτελωνίζω | εκτελωνίζοντας | |
| β' ενικ. | εκτελωνίζεις | εκτελώνιζες | θα εκτελωνίζεις | να εκτελωνίζεις | εκτελώνιζε | |
| γ' ενικ. | εκτελωνίζει | εκτελώνιζε | θα εκτελωνίζει | να εκτελωνίζει | ||
| α' πληθ. | εκτελωνίζουμε | εκτελωνίζαμε | θα εκτελωνίζουμε | να εκτελωνίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκτελωνίζετε | εκτελωνίζατε | θα εκτελωνίζετε | να εκτελωνίζετε | εκτελωνίζετε | |
| γ' πληθ. | εκτελωνίζουν(ε) | εκτελώνιζαν εκτελωνίζαν(ε) |
θα εκτελωνίζουν(ε) | να εκτελωνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτελώνισα | θα εκτελωνίσω | να εκτελωνίσω | εκτελωνίσει | ||
| β' ενικ. | εκτελώνισες | θα εκτελωνίσεις | να εκτελωνίσεις | εκτελώνισε | ||
| γ' ενικ. | εκτελώνισε | θα εκτελωνίσει | να εκτελωνίσει | |||
| α' πληθ. | εκτελωνίσαμε | θα εκτελωνίσουμε | να εκτελωνίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκτελωνίσατε | θα εκτελωνίσετε | να εκτελωνίσετε | εκτελωνίστε | ||
| γ' πληθ. | εκτελώνισαν εκτελωνίσαν(ε) |
θα εκτελωνίσουν(ε) | να εκτελωνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτελωνίσει | είχα εκτελωνίσει | θα έχω εκτελωνίσει | να έχω εκτελωνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτελωνίσει | είχες εκτελωνίσει | θα έχεις εκτελωνίσει | να έχεις εκτελωνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτελωνίσει | είχε εκτελωνίσει | θα έχει εκτελωνίσει | να έχει εκτελωνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτελωνίσει | είχαμε εκτελωνίσει | θα έχουμε εκτελωνίσει | να έχουμε εκτελωνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτελωνίσει | είχατε εκτελωνίσει | θα έχετε εκτελωνίσει | να έχετε εκτελωνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτελωνίσει | είχαν εκτελωνίσει | θα έχουν εκτελωνίσει | να έχουν εκτελωνίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.