εκτελωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτελωνιστής | οι | εκτελωνιστές |
| γενική | του | εκτελωνιστή | των | εκτελωνιστών |
| αιτιατική | τον | εκτελωνιστή | τους | εκτελωνιστές |
| κλητική | εκτελωνιστή | εκτελωνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτελωνιστής < εκτελωνίζω + -τής
Ουσιαστικό
εκτελωνιστής αρσενικό (θηλυκό: εκτελωνίστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που (κατ’ επάγγελμα) εκτελωνίζει
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκτελωνίζω και τελώνης
Μεταφράσεις
εκτελωνιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.